τούβλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τούβλο | τα | τούβλα |
γενική | του | τούβλου | των | τούβλων |
αιτιατική | το | τούβλο | τα | τούβλα |
κλητική | τούβλο | τούβλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τούβλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τοῦβλον < τούβουλον < υστερολατινική tubulus / tublus (μικρό σωλήνας, όπως φαίνεται στα τούβλα), υποκοριστικό για τη λατινική tubus (σωλήνας) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtu.vlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τού‐βλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατούβλο ουδέτερο
- (οικοδομική) αντικείμενο που χρησιμεύει ως οικοδομικό υλικό· έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, κατασκευάζεται από πηλό και ψήνεται σε υψηλή θερμοκρασία
- (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος που δεν μπορεί να καταλάβει και να αφομοιώσει τα σχολικά μαθήματα
- → δείτε και τη λέξη μπούφος
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- τούβλο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία (για την οικοδομική)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.