το
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος άρθρου
επεξεργασίατο ουδέτερο (παλιότερη γραφή: τό) και προφορικά αρσενικό
- ουδέτερο:
- ουδέτερο οριστικό άρθρο στην ονομαστική ενικού
- ⮡ Το καλό το παλικάρι, ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
- ουδέτερο οριστικό άρθρο στην αιτιατική ενικού
- ⮡ Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.
- ⮡ Δεν έχει το γνώθι σαυτόν.
- ουδέτερο οριστικό άρθρο στην ονομαστική ενικού
- αρσενικό άλλη μορφή του τον: αρσενικό οριστικό άρθρο στην αιτιατική ενικού
- (δείτε, Παράρτημα:Γραμματική#τελικό ν)
- ⮡ Έχε το νου σου!
κλίσεις των άρθρων
επεξεργασίααρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
---|---|---|---|
ονομαστική ενικού | ο | η | το |
γενική ενικού + σε |
του στου |
της στης |
του στου |
αιτιατική ενικού + σε |
τον στον |
τη(ν) στη(ν) |
το στο |
ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
γενική πληθυντικού + σε |
των στων |
των στων |
των στων |
αιτιατική πληθυντικού + σε |
τους στους |
τις στις |
τα στα |
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίατο ουδέτερο (παλιότερη γραφή: τό)
- αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου, αντί του αυτό
- ⮡ του το είπα, αλλά αυτός δεν ήθελε να με πιστέψει
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίατο ουδέτερο (παλιότερη γραφή: τό)
- (δεικτική αντωυνμία)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Για τον τόνο στο τό δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.