φαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαίνομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φαίνομαι, μέση φωνή του φαίνω (φέρνω στο φως, φωτίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfe.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαί‐νο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαφαίνομαι, πρτ.: φαινόμουν, αόρ.: φάνηκα
- είμαι ορατός, εμφανής
- ⮡ Κάποιος φαίνεται στον ορίζοντα.
- κάνω την εμφάνισή μου
- ⮡ Μόλις φάνηκε ο ήλιος, ξεκίνησαν την πορεία.
- ⮡ Πού είναι ο Νίκος; Έχει μέρες να φανεί.
- δίνω την εντύπωση
- ⮡ Ο Γιώργος φαίνεται άρρωστος σήμερα.
- (στο τρίτο ενικό, απρόσωπο) → δείτε τη λέξη φαίνεται & μου φαίνεται
Εκφράσεις
επεξεργασία- είσαι και φαίνεσαι
- μου φαίνεται
- το είναι και το φαίνεσθαι: φιλοσοφικές έννοιες που αντιστοιχούν στην ουσία των πραγμάτων και την απατηλή αίσθηση
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φαίνομαι | φαινόμουν(α) | θα φαίνομαι | να φαίνομαι | φαινόμενος | |
β' ενικ. | φαίνεσαι | φαινόσουν(α) | θα φαίνεσαι | να φαίνεσαι | (φαίνου) | |
γ' ενικ. | φαίνεται | φαινόταν(ε) | θα φαίνεται | να φαίνεται | ||
α' πληθ. | φαινόμαστε | φαινόμαστε φαινόμασταν |
θα φαινόμαστε | να φαινόμαστε | ||
β' πληθ. | φαίνεστε | φαινόσαστε φαινόσασταν |
θα φαίνεστε | να φαίνεστε | (φαίνεστε) | |
γ' πληθ. | φαίνονται | φαίνονταν φαινόντουσαν |
θα φαίνονται | να φαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φάνηκα | θα φανώ | να φανώ | φανεί | ||
β' ενικ. | φάνηκες | θα φανείς | να φανείς | φάνου | ||
γ' ενικ. | φάνηκε | θα φανεί | να φανεί | |||
α' πληθ. | φανήκαμε | θα φανούμε | να φανούμε | |||
β' πληθ. | φανήκατε | θα φανείτε | να φανείτε | φανείτε | ||
γ' πληθ. | φάνηκαν φανήκαν(ε) |
θα φανούν(ε) | να φανούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φανεί | είχα φανεί | θα έχω φανεί | να έχω φανεί | ||
β' ενικ. | έχεις φανεί | είχες φανεί | θα έχεις φανεί | να έχεις φανεί | ||
γ' ενικ. | έχει φανεί | είχε φανεί | θα έχει φανεί | να έχει φανεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φανεί | είχαμε φανεί | θα έχουμε φανεί | να έχουμε φανεί | ||
β' πληθ. | έχετε φανεί | είχατε φανεί | θα έχετε φανεί | να έχετε φανεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φανεί | είχαν φανεί | θα έχουν φανεί | να έχουν φανεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαίνομαι
Πηγές
επεξεργασία- φαίνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφαίνομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος φαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φαίνω