φωλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωλιάζω < αρχαία ελληνικήφωλεύω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφωλιάζω
- (για πτηνά) κατασκευάζω φωλιά και μπαίνω μέσα
- (για ζώα) βρίσκομαι ή κρύβομαι στη φωλιά μου
- (για ζώα) διανύω την περίοδο της χειμερίας νάρκης στη φωλιά μου
- (μεταφορικά, για ανθρώπους) μπαίνω κάπου και κρύβομαι
- (μεταφορικά, για συναισθήματα) υπάρχω μέσα σε κάποιον / κάτι, χωρίς να γίνεται αντιληπτή η παρουσία μου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φωλιάζω | φώλιαζα | θα φωλιάζω | να φωλιάζω | φωλιάζοντας | |
β' ενικ. | φωλιάζεις | φώλιαζες | θα φωλιάζεις | να φωλιάζεις | φώλιαζε | |
γ' ενικ. | φωλιάζει | φώλιαζε | θα φωλιάζει | να φωλιάζει | ||
α' πληθ. | φωλιάζουμε | φωλιάζαμε | θα φωλιάζουμε | να φωλιάζουμε | ||
β' πληθ. | φωλιάζετε | φωλιάζατε | θα φωλιάζετε | να φωλιάζετε | φωλιάζετε | |
γ' πληθ. | φωλιάζουν(ε) | φώλιαζαν φωλιάζαν(ε) |
θα φωλιάζουν(ε) | να φωλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φώλιασα | θα φωλιάσω | να φωλιάσω | φωλιάσει | ||
β' ενικ. | φώλιασες | θα φωλιάσεις | να φωλιάσεις | φώλιασε | ||
γ' ενικ. | φώλιασε | θα φωλιάσει | να φωλιάσει | |||
α' πληθ. | φωλιάσαμε | θα φωλιάσουμε | να φωλιάσουμε | |||
β' πληθ. | φωλιάσατε | θα φωλιάσετε | να φωλιάσετε | φωλιάστε | ||
γ' πληθ. | φώλιασαν φωλιάσαν(ε) |
θα φωλιάσουν(ε) | να φωλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φωλιάσει | είχα φωλιάσει | θα έχω φωλιάσει | να έχω φωλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις φωλιάσει | είχες φωλιάσει | θα έχεις φωλιάσει | να έχεις φωλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει φωλιάσει | είχε φωλιάσει | θα έχει φωλιάσει | να έχει φωλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φωλιάσει | είχαμε φωλιάσει | θα έχουμε φωλιάσει | να έχουμε φωλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε φωλιάσει | είχατε φωλιάσει | θα έχετε φωλιάσει | να έχετε φωλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φωλιάσει | είχαν φωλιάσει | θα έχουν φωλιάσει | να έχουν φωλιάσει |
|