χρήστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρήστης | οι | χρήστες |
γενική | του | χρήστη | των | χρηστών |
αιτιατική | τον | χρήστη | τους | χρήστες |
κλητική | χρήστη | χρήστες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρήστης < αρχαία ελληνική χρῶμαι (αοριστικό θέμα χρησ-) + -της (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική usager[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxɾi.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρή‐στης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρήστης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & χρήστρια)
- που κάνει χρήση, που χρησιμοποιεί κάτι
- για μηχανήματα
- για υπολογιστές και διαδικτυακές υπηρεσίες
- για τοξικές ουσίες
- χρήστης ναρκωτικών
Συγγενικά
επεξεργασία- χρηστικά
- χρηστικός
- χρήστρια
- → δείτε τη λέξη χρησιμοποιώ
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(πληροφορική):
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρήστης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρήστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χρήστης | οἱ | χρῆσται |
γενική | τοῦ | χρήστου | τῶν | χρηστῶν |
δοτική | τῷ | χρήστῃ | τοῖς | χρήσταις |
αιτιατική | τὸν | χρήστην | τοὺς | χρήστᾱς |
κλητική ὦ! | χρῆστᾰ | χρῆσται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρήστᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χρήσταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχρήστης αρσενικό
- πιστωτής, τοκογλύφος
- (ελληνιστική κοινή) μάντης, αυτός που δίνει χρησμό
- (ελληνιστική κοινή) χρεώστης, οφειλέτης
Σημειώσεις
επεξεργασία- Σε ορισμένες περιπτώσεις η γενική πληθυντικού ήταν χρήστων, για να μην υπάρχει παρανόηση με το αρχαιοελληνικό χρηστός.
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- χρήστης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.