χρονομετρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρονομετρώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chronométrer < chronomètre < αρχαία ελληνική χρόνος + μέτρον (χρονο- + -μετρώ) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾo.no.meˈtɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρο‐νο‐με‐τρώ
- τονικό παρώνυμο: χρονόμετρο
Ρήμα
επεξεργασίαχρονομετρώ, -είς, -εί..., αόρ.: χρονομέτρησα, παθ.φωνή: χρονομετρούμαι, π.αόρ.: χρονομετρήθηκα, μτχ.π.π.: χρονομετρημένος
χρονομετρώ/χρονομετράω, -άς, -άει..., αόρ.: χρονομέτρησα, παθ.φωνή: χρονομετριέμαι, π.αόρ.: χρονομετρήθηκα, μτχ.π.π.: χρονομετρημένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις χρονόμετρο, χρόνος και μέτρο
Κλίση
επεξεργασίαΚλίση -ώ, -είς, -εί, -ούμαι [2] [3]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρονομετρώ | χρονομετρούσα | θα χρονομετρώ | να χρονομετρώ | χρονομετρώντας | |
β' ενικ. | χρονομετρείς | χρονομετρούσες | θα χρονομετρείς | να χρονομετρείς | ||
γ' ενικ. | χρονομετρεί | χρονομετρούσε | θα χρονομετρεί | να χρονομετρεί | ||
α' πληθ. | χρονομετρούμε | χρονομετρούσαμε | θα χρονομετρούμε | να χρονομετρούμε | ||
β' πληθ. | χρονομετρείτε | χρονομετρούσατε | θα χρονομετρείτε | να χρονομετρείτε | χρονομετρείτε | |
γ' πληθ. | χρονομετρούν(ε) | χρονομετρούσαν(ε) | θα χρονομετρούν(ε) | να χρονομετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρονομέτρησα | θα χρονομετρήσω | να χρονομετρήσω | χρονομετρήσει | ||
β' ενικ. | χρονομέτρησες | θα χρονομετρήσεις | να χρονομετρήσεις | χρονομέτρησε | ||
γ' ενικ. | χρονομέτρησε | θα χρονομετρήσει | να χρονομετρήσει | |||
α' πληθ. | χρονομετρήσαμε | θα χρονομετρήσουμε | να χρονομετρήσουμε | |||
β' πληθ. | χρονομετρήσατε | θα χρονομετρήσετε | να χρονομετρήσετε | χρονομετρήστε | ||
γ' πληθ. | χρονομέτρησαν χρονομετρήσαν(ε) |
θα χρονομετρήσουν(ε) | να χρονομετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρονομετρήσει | είχα χρονομετρήσει | θα έχω χρονομετρήσει | να έχω χρονομετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρονομετρήσει | είχες χρονομετρήσει | θα έχεις χρονομετρήσει | να έχεις χρονομετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρονομετρήσει | είχε χρονομετρήσει | θα έχει χρονομετρήσει | να έχει χρονομετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρονομετρήσει | είχαμε χρονομετρήσει | θα έχουμε χρονομετρήσει | να έχουμε χρονομετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρονομετρήσει | είχατε χρονομετρήσει | θα έχετε χρονομετρήσει | να έχετε χρονομετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρονομετρήσει | είχαν χρονομετρήσει | θα έχουν χρονομετρήσει | να έχουν χρονομετρήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρονομετρούμαι | χρονομετρούμουν | θα χρονομετρούμαι | να χρονομετρούμαι | ||
β' ενικ. | χρονομετρείσαι | χρονομετρούσουν | θα χρονομετρείσαι | να χρονομετρείσαι | ||
γ' ενικ. | χρονομετρείται | χρονομετρούνταν | θα χρονομετρείται | να χρονομετρείται | ||
α' πληθ. | χρονομετρούμαστε | χρονομετρούμασταν χρονομετρούμαστε |
θα χρονομετρούμαστε | να χρονομετρούμαστε | ||
β' πληθ. | χρονομετρείστε | χρονομετρούσασταν χρονομετρούσαστε |
θα χρονομετρείστε | να χρονομετρείστε | χρονομετρείστε | |
γ' πληθ. | χρονομετρούνται | χρονομετρούνταν | θα χρονομετρούνται | να χρονομετρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρονομετρήθηκα | θα χρονομετρηθώ | να χρονομετρηθώ | χρονομετρηθεί | ||
β' ενικ. | χρονομετρήθηκες | θα χρονομετρηθείς | να χρονομετρηθείς | χρονομετρήσου | ||
γ' ενικ. | χρονομετρήθηκε | θα χρονομετρηθεί | να χρονομετρηθεί | |||
α' πληθ. | χρονομετρηθήκαμε | θα χρονομετρηθούμε | να χρονομετρηθούμε | |||
β' πληθ. | χρονομετρηθήκατε | θα χρονομετρηθείτε | να χρονομετρηθείτε | χρονομετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | χρονομετρήθηκαν χρονομετρηθήκαν(ε) |
θα χρονομετρηθούν(ε) | να χρονομετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χρονομετρηθεί | είχα χρονομετρηθεί | θα έχω χρονομετρηθεί | να έχω χρονομετρηθεί | χρονομετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις χρονομετρηθεί | είχες χρονομετρηθεί | θα έχεις χρονομετρηθεί | να έχεις χρονομετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χρονομετρηθεί | είχε χρονομετρηθεί | θα έχει χρονομετρηθεί | να έχει χρονομετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χρονομετρηθεί | είχαμε χρονομετρηθεί | θα έχουμε χρονομετρηθεί | να έχουμε χρονομετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χρονομετρηθεί | είχατε χρονομετρηθεί | θα έχετε χρονομετρηθεί | να έχετε χρονομετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χρονομετρηθεί | είχαν χρονομετρηθεί | θα έχουν χρονομετρηθεί | να έχουν χρονομετρηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χρονομετρημένος - είμαστε, είστε, είναι χρονομετρημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χρονομετρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χρονομετρημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χρονομετρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χρονομετρημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χρονομετρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χρονομετρημένοι |
Κλίση -άω/ώ, -άς, -άει, -ιέμαι [2]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρονομετράω - χρονομετρώ | χρονομετρούσα | θα χρονομετράω - χρονομετρώ | να χρονομετράω - χρονομετρώ | χρονομετρώντας | |
β' ενικ. | χρονομετράς | χρονομετρούσες | θα χρονομετράς | να χρονομετράς | χροομετρούσα | |
γ' ενικ. | χρονομετράει - χρονομετρά | χρονομετρούσε | θα χρονομετράει - χρονομετρά | να χρονομετράει - χρονομετρά | ||
α' πληθ. | χρονομετράμε - χρονομετρούμε | χρονομετρούσαμε | θα χρονομετράμε - χρονομετρούμε | να χρονομετράμε - χρονομετρούμε | ||
β' πληθ. | χρονομετράτε | χρονομετρούσατε | θα χρονομετράτε | να χρονομετράτε | χρονομετράτε | |
γ' πληθ. | χρονομετράν(ε) - χρονομετρούν(ε) | χρονομετρούσαν(ε) | θα χρονομετράν(ε) - χρονομετρούν(ε) | να χρονομετράν(ε) - χρονομετρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρονομέτρησα | θα χρονομετρήσω | να χρονομετρήσω | χρονομετρήσει | ||
β' ενικ. | χρονομέτρησες | θα χρονομετρήσεις | να χρονομετρήσεις | χρονομέτρα - χρονομέτρησε | ||
γ' ενικ. | χρονομέτρησε | θα χρονομετρήσει | να χρονομετρήσει | |||
α' πληθ. | χρονομετρήσαμε | θα χρονομετρήσουμε | να χρονομετρήσουμε | |||
β' πληθ. | χρονομετρήσατε | θα χρονομετρήσετε | να χρονομετρήσετε | χρονομετρήστε | ||
γ' πληθ. | χρονομέτρησαν χρονομετρήσαν(ε) |
θα χρονομετρήσουν(ε) | να χρονομετρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρονομετρήσει | είχα χρονομετρήσει | θα έχω χρονομετρήσει | να έχω χρονομετρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρονομετρήσει | είχες χρονομετρήσει | θα έχεις χρονομετρήσει | να έχεις χρονομετρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρονομετρήσει | είχε χρονομετρήσει | θα έχει χρονομετρήσει | να έχει χρονομετρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρονομετρήσει | είχαμε χρονομετρήσει | θα έχουμε χρονομετρήσει | να έχουμε χρονομετρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρονομετρήσει | είχατε χρονομετρήσει | θα έχετε χρονομετρήσει | να έχετε χρονομετρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρονομετρήσει | είχαν χρονομετρήσει | θα έχουν χρονομετρήσει | να έχουν χρονομετρήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρονομετριέμαι | χρονομετριόμουν(α) | θα χρονομετριέμαι | να χρονομετριέμαι | ||
β' ενικ. | χρονομετριέσαι | χρονομετριόσουν(α) | θα χρονομετριέσαι | να χρονομετριέσαι | ||
γ' ενικ. | χρονομετριέται | χρονομετριόταν(ε) | θα χρονομετριέται | να χρονομετριέται | ||
α' πληθ. | χρονομετριόμαστε | χρονομετριόμαστε χρονομετριόμασταν |
θα χρονομετριόμαστε | να χρονομετριόμαστε | ||
β' πληθ. | χρονομετριέστε | χρονομετριόσαστε χρονομετριόσασταν |
θα χρονομετριέστε | να χρονομετριέστε | χρονομετριέστε | |
γ' πληθ. | χρονομετριούνται | χρονομετριόνταν(ε) χρονομετριούνταν χρονομετριόντουσαν |
θα χρονομετριούνται | να χρονομετριούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρονομετρήθηκα | θα χρονομετρηθώ | να χρονομετρηθώ | χρονομετρηθεί | ||
β' ενικ. | χρονομετρήθηκες | θα χρονομετρηθείς | να χρονομετρηθείς | χρονομετρήσου | ||
γ' ενικ. | χρονομετρήθηκε | θα χρονομετρηθεί | να χρονομετρηθεί | |||
α' πληθ. | χρονομετρηθήκαμε | θα χρονομετρηθούμε | να χρονομετρηθούμε | |||
β' πληθ. | χρονομετρηθήκατε | θα χρονομετρηθείτε | να χρονομετρηθείτε | χρονομετρηθείτε | ||
γ' πληθ. | χρονομετρήθηκαν χρονομετρηθήκαν(ε) |
θα χρονομετρηθούν(ε) | να χρονομετρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χρονομετρηθεί | είχα χρονομετρηθεί | θα έχω χρονομετρηθεί | να έχω χρονομετρηθεί | χρονομετρημένος | |
β' ενικ. | έχεις χρονομετρηθεί | είχες χρονομετρηθεί | θα έχεις χρονομετρηθεί | να έχεις χρονομετρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χρονομετρηθεί | είχε χρονομετρηθεί | θα έχει χρονομετρηθεί | να έχει χρονομετρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χρονομετρηθεί | είχαμε χρονομετρηθεί | θα έχουμε χρονομετρηθεί | να έχουμε χρονομετρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χρονομετρηθεί | είχατε χρονομετρηθεί | θα έχετε χρονομετρηθεί | να έχετε χρονομετρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χρονομετρηθεί | είχαν χρονομετρηθεί | θα έχουν χρονομετρηθεί | να έχουν χρονομετρηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χρονομετρημένος - είμαστε, είστε, είναι χρονομετρημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χρονομετρημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χρονομετρημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χρονομετρημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χρονομετρημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χρονομετρημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χρονομετρημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χρονομετρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)