↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψεύτρα οι ψεύτρες
      γενική της ψεύτρας
    αιτιατική την ψεύτρα τις ψεύτρες
     κλητική ψεύτρα ψεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψεύτρα < ψεύτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpse.ftɾa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψεύτρα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  NODES