Δείτε επίσης: ὅλος, Ολούς
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      όλος      όλη      όλο
      γενική όλου όλης όλου
    αιτιατική όλο όλη όλο
     κλητική όλε όλη όλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      όλοι      όλες      όλα
      γενική όλων όλων όλων
    αιτιατική όλους όλες όλα
     κλητική όλοι όλες όλα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
όλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *solwos

  Επίθετο

επεξεργασία

όλος, -η, -ο(ν)

  1. ένα πρόσωπο ή πράγμα στο σύνολό του, χωρίς να εξαιρείται κανένα τμήμα του
    ⮡  όλο του το είναι ήταν δοσμένο στην επιστήμη
  2. (για να δοθεί έμφαση)
    ⮡  είμαι όλος αφτιά (ακούω με πολύ μεγάλη προσοχή)
  3. (στον πληθυντικό) για μια ομάδα στοιχείων στο σύνολό της, χωρίς να εξαιρείται κανένα μέλος της
    ⮡  όλοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε
    ⮡  τέλειωσα για σήμερα όλες τις δουλειές μου
    • (χωρίς προσδιοριζόμενο ουσιαστικό)
      έφυγαν όλοι κι έμεινα μόνος μου
  4. (με επανάληψη) όλοι κι όλοι - όλες κι όλες -όλα κι όλα: συνολικά (για να δηλωθεί ένας αριθμός που θεωρείται σχετικά περιορισμένος)
    ⮡  έχω πάνω μου όλα κι όλα πέντε ευρώ
    • (ως έκφραση) όλα κι όλα: για να δηλωθεί ότι κάποιος έφτασε στα όριά του και δεν μπορεί να ανεχτεί κάτι περισσότερο
      ⮡  Α, όλα κι όλα, σε ανέχομαι τόση ώρα, αλλά όχι να με πεις και ψεύτη!

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη  ολο-

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  NODES
todo 1