όλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | όλος | όλη | όλο | |||
γενική | όλου | όλης | όλου | |||
αιτιατική | όλο | όλη | όλο | |||
κλητική | όλε | όλη | όλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | όλοι | όλες | όλα | |||
γενική | όλων | όλων | όλων | |||
αιτιατική | όλους | όλες | όλα | |||
κλητική | όλοι | όλες | όλα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *solwos
Επίθετο
επεξεργασίαόλος, -η, -ο(ν)
- ένα πρόσωπο ή πράγμα στο σύνολό του, χωρίς να εξαιρείται κανένα τμήμα του
- (για να δοθεί έμφαση)
- ⮡ είμαι όλος αφτιά (ακούω με πολύ μεγάλη προσοχή)
- (στον πληθυντικό) για μια ομάδα στοιχείων στο σύνολό της, χωρίς να εξαιρείται κανένα μέλος της
- ⮡ όλοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε
- ⮡ τέλειωσα για σήμερα όλες τις δουλειές μου
- (χωρίς προσδιοριζόμενο ουσιαστικό)
- έφυγαν όλοι κι έμεινα μόνος μου
- (με επανάληψη) όλοι κι όλοι - όλες κι όλες -όλα κι όλα: συνολικά (για να δηλωθεί ένας αριθμός που θεωρείται σχετικά περιορισμένος)
- ⮡ έχω πάνω μου όλα κι όλα πέντε ευρώ
- (ως έκφραση) όλα κι όλα: για να δηλωθεί ότι κάποιος έφτασε στα όριά του και δεν μπορεί να ανεχτεί κάτι περισσότερο
- ⮡ Α, όλα κι όλα, σε ανέχομαι τόση ώρα, αλλά όχι να με πεις και ψεύτη!
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ολο-
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όλος
όλα κι όλα