όστρακο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όστρακο | τα | όστρακα |
γενική | του | οστράκου & όστρακου |
των | οστράκων |
αιτιατική | το | όστρακο | τα | όστρακα |
κλητική | όστρακο | όστρακα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όστρακο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄστρακον[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόστρακο ουδέτερο
- το κομμάτι από σπασμένο πήλινο αγγείο
- κομμάτι από σπασμένο πήλινο αγγείο ως μέσο ψηφοφορίας στον οστρακισμό
- το κέλυφος των μαλακίων
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όστρακο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ όστρακο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας