↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Kirche die Kirchen
γενική der Kirche der Kirchen
δοτική der Kirche den Kirchen
αιτιατική die Kirche die Kirchen

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Kirche < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική kirihha < ελληνιστική κοινή κυριακόν < κυριακός αρχαία ελληνική κύριος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɪʁçə/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Kirche (de) θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) η εκκλησία ως ναός
    Ich gehe jeden Sonntag in die Kirche.
    Πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή.
  2. (χριστιανισμός) η εκκλησία ως οργάνωση
    katholische Kirche, orthodoxe Kirche
    καθολική εκκλησία, ορθόδοξη εκκλησία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Kirche στη γερμανική Βικιπαίδεια  
  NODES