Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Kontrolle (de) θηλυκό

  • ο έλεγχος
    ⮡  die Kontrolle ist sehr streng - ο έλεγχος είναι πολύ αυστηρός
  NODES
kontrolle 5