Militarismus
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Militarismus | die Militarismen |
γενική | des Militarismus | der Militarismen |
δοτική | dem Militarismus | den Militarismen |
αιτιατική | den Militarismus | die Militarismen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαMilitarismus (de) αρσενικό