Δείτε επίσης: μπικικίνια
 
Γυναίκα με μαγιό μπικίνι σε παραλία της Ιταλίας την δεκαετία του 1950.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπικίνι < (άμεσο δάνειο) γαλλική bikini (όνομα μάρκας γαλλικού μαγιό που παρουσιάστηκε το 1946) < αγγλική Bikini (ατόλη του Ειρηνικού) < γερμανική Bikini < Pikinni (λέξη της γλώσσας των Νήσων Μάρσαλ) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /biˈci.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπι‐κί‐νι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπικίνι ουδέτερο άκλιτο (σπανιότερα παρουσιάζεται ως κλιτό: του μπικινιού, τα μπικίνια, των μπικινιών)

  • (ενδυμασία) γυναικείο μαγιό που αποτελείται από δύο κομμάτια, ένα για να καλύπτει το στήθος και ένα για να καλύπτει μέρος του υπογάστριου και μέρος των γλουτών
    ⮡  Φόρεσε το μικροσκοπικό ροζ μπικίνι της και ξάπλωσε φαρδιά-πλατιά. (Α. Γραμμέλη, «Για ένα μπικίνι αδειανό», εφημερίδα Το Βήμα (Αθήνα), 3 Μαΐου 2015)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  NODES