προσβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσβολή < αρχαία ελληνική προσβολή < προσβάλλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.zvoˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σβο‐λή
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐βο‐λή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσβολή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσβάλλω· η φυσική, λεκτική ή ηθική επίθεση ή βιαιοπραγία ή κτύπημα που έχει σα σκοπό να καταστρέψει, συνήθως:
- κάποιον στρατιωτικό στόχο
- η προσβολή των εχθρικών θέσεων με πυρά πυροβολικού άρχισε στις 6 το πρωί
- την υγεία
- η πληγή που έμεινε ανοιχτή είχε σαν αποτέλεσμα την προσβολή της υγείας του ατόμου από διάφορα βακτηρίδια
- της ηθική και την αξιοπρέπεια
- δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την προσβολή που του έγινε από τον γείτονα επάνω στο γλέντι
- (συνεκδοχικά) (μεταφορικά) υποτίμηση
- αυτό είναι προσβολή στη νοημοσύνη μας
- κάποιον στρατιωτικό στόχο
- (νομικός όρος) αμφισβήτηση της εγκυρότητας