Ετυμολογία

επεξεργασία

abrupt < λατινική abruptus < abrumpo < ab + rumpo

  Επίθετο

επεξεργασία

abrupt (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bʁypt/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abrupt abrupts

abrupt (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  NODES