ενεστώτας accept
γ΄ ενικό ενεστώτα accepts
αόριστος accepted
παθητική μετοχή accepted
ενεργητική μετοχή accepting

accept (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) δέχομαι, γίνομαι δεκτός, δέχομαι κάτι που προσφέρεται
    ⮡  I am accepting the invitation/offer.
    Δέχομαι την πρόκληση/προσφορά.
    ⮡  They accepted the gift/the proposal.
    Δέχτηκαν το δώρο/την πρόταση.
    ⮡  Applications are accepted until the end of the month.
    Αιτήσεις γίνονται δεκτές μέχρι το τέλος του μηνός.
  2. (μεταβατικό) δέχομαι, γίνομαι δεκτός, γίνομαι αποδεκτός, συμφωνώ ή εγκρίνω κάτι
    ⮡  We are not going to accept your proposal.
    Δεν πρόκειται να δεχτούμε την πρότασή σας.
    ⮡  He did not agree to go.
    Δεν δέχτηκε να πάει.
    ⮡  It was accepted with enthusiastic sentiments.
    Έγινε δεκτός με αισθήματα ενθουσιασμού.
    ⮡  The proposal was unanimously accepted.
    Η πρόταση έγινε ομόφωνα δεκτή/αποδεκτή.
    ⮡  The lawsuit was not accepted by the court.
    Η αγωγή δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο.
     συνώνυμα: approve
  3. (μεταβατικό) δέχομαι, παίρνω πληρωμή σε μια συγκεκριμένη μορφή
    ⮡  Do you accept credit cards?
    Δέχεστε πιστωτικές κάρτες;
    ⮡  The phone accepts coins.
    Το τηλέφωνο παίρνει νομίσματα.
  4. (μεταβατικό) παραδέχομαι ότι ευθύνομαι ή φταίω για κάτι
    ⮡  He accepted his mistake.
    Παραδέχτηκε το λάθος του.
  5. (μεταβατικό) δέχομαι, αποδέχομαι, συνεχίζω σε μια δύσκολη κατάσταση χωρίς να παραπονιέμαι, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορώ να την αλλάξω
    ⮡  He refused to accept his defeat.
    Αρνήθηκε να δεχτεί την ήττα του.
    ⮡  Why haven’t we accepted the situation?
    Γιατί δεν έχουμε αποδεχτεί την κατάσταση;
  6. (μεταβατικό) αποδέχομαι, γίνομαι αποδεκτός, κάνω κάποιον να νιώθει ευπρόσδεκτος και μέλος μιας ομάδας
    ⮡  I will never accept him as my child!
    Δε θα τον αποδεχτώ ποτέ ως παιδί μου!
    ⮡  Foreigners are not easily accepted by the locals.
    Οι ξένοι δε γίνονται εύκολα αποδεκτοί από τους ντόπιους.
  7. (μεταβατικό) δέχομαι, παραδέχομαι, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια
    ⮡  I accept that you acted in good faith.
    Δέχομαι ότι ενήργησες καλόπιστα.
    ⮡  I accept that I am wrong.
    Παραδέχομαι ότι έχω άδικο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη admit
  8. (μεταβατικό) δέχομαι, γίνομαι δεκτός, επιτρέπω σε κάποιον να γίνει μέλος ενός οργανισμού, να παρακολουθήσει ένα ίδρυμα, να χρησιμοποιήσει μια υπηρεσία κτλ.
    ⮡  The hotel is now ready to accept guests.
    Το ξενοδοχείο είναι έτοιμο τώρα να δεχτεί πελάτες.
    ⮡  Only members are accepted into the gambling houses.
    Στις χαρτοπαικτικές λέσχες γίνονται δεκτά μόνο τα μέλη.
  NODES
Done 1