accommodement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kɔ.mɔd.mɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
accommodement | accommodements |
accommodement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
accommodement | accommodements |
accommodement (fr) αρσενικό