accomplish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | accomplish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accomplishes |
αόριστος | accomplished |
παθητική μετοχή | accomplished |
ενεργητική μετοχή | accomplishing |
Ρήμα
επεξεργασίαaccomplish (en)
- κατορθώνω, καταφέρνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω, κάνω, πετυχαίνω να κάνω ή να ολοκληρώσω κάτι
- ⮡ He accomplished a lot in a short time.
- Κατόρθωσε πολλά σε σύντομο χρόνο.
- ⮡ In five years he accomplished as much as others do in fifty.
- Σε πέντε χρόνια κατάφερε όσα άλλοι σε πενήντα.
- ⮡ We accomplished our goal.
- Πετύχαμε το σκοπό μας.
- ⮡ What can I accomplish for you?
- Τι μπορώ να κάνω για σας;
- ≈ συνώνυμα: achieve, attain, do, carry out, effect, execute, fulfill, implement, manage, perform, realize, pull off και undertake
- ⮡ He accomplished a lot in a short time.