affaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
affaire | affaires |
affaire (fr) θηλυκό
- η υπόθεση, η δουλειά
- c'est une affaire compliquée - πρόκειται για μια πολύπλοκη υπόθεση
- πράγμα, κάτι που ανήκει σε κάποιον
- ramasse tes affaires - μάζεψε τα πράγματά σου
Εκφράσεις
επεξεργασία- homme d'affaires: επιχειρηματίας