Επιφώνημα

επεξεργασία

amen (en)

  1. έκφραση έντονης συμφωνίας

  Επίρρημα

επεξεργασία

amen (en)

  1. αμήν



  Επιφώνημα

επεξεργασία

amen (fr)

  1. έκφραση έντονης συμφωνίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

amen (fr) αρσενικό

  1. αμήν



  Ετυμολογία

επεξεργασία
amen < αρχαία εβραϊκή אמן

  Επιφώνημα

επεξεργασία

amen (it)

  • αμήν στο τέλος της προσευχής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

amen (it)

  1. Αμήν δεν μιλάμε άλλο για αυτό, εντάξει να μην μιλήσουμε άλλο για αυτό



  Επιφώνημα

επεξεργασία

amen (fr)

  1. έκφραση έντονης συμφωνίας
  2. αμήν
  NODES