archeolog
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαarcheolog (pl) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- θηλυκό archeolożka
- → δείτε τη λέξη archeologia
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαarcheolog (cs) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- θηλυκό archeoložka
- → δείτε τη λέξη archeologie