arouse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | arouse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arouses |
αόριστος | aroused |
παθητική μετοχή | aroused |
ενεργητική μετοχή | arousing |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαarouse (en)
- (μεταβατικό) ξεσηκώνω, εξάπτω, κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
- ⮡ I arouse old hate/passions.
- Ξεσηκώνω παλιά μίση/πάθη.
- ⮡ I arouse someone’s interest/curiosity.
- Εξάπτω/Κινώ το ενδιαφέρον/την περιέργεια κάποιου.
- ⮡ speeches that arouse popular sentiments - λόγοι που εξάπτουν/διεγείρουν τα πνεύματα του κόσμου
- ≈ συνώνυμα: excite, inflame, kindle, move, rouse, stir και touch
- ⮡ I arouse old hate/passions.
- (μεταβατικό) ανάβω, ερεθίζω σεξουαλικά
- ⮡ The mere thought of her arouses him.
- Μόνο που τη σκέφτεται, ανάβει.
- ⮡ The mere thought of her arouses him.
- (μεταβατικό) κινώ, διεγείρω κάποιον έτσι ώστε θέλει να κάνει κάτι
- (μεταβατικό, επίσημο) ξυπνάω κάποιον
Πηγές
επεξεργασία- arouse - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 234, 301, 448-449, 609, 615. ISBN 9780194325684., λήμμα: διεγείρω, εξάπτω, κινώ, ξεσηκώνω, ξυπνώ