Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
attack attacks

attack (en)

  1. η επίθεση
    ⮡  a surprise attack - αιφνιδιαστική επίθεση
    ⮡  They are gearing the soldiers up for an attack.
    Προετοιμάζουν τους στρατιώτες για επίθεση.
  2. (πληροφορική) η προσπάθεια εκμετάλλευσης κενού ασφαλείας ώστε να προσπελαστεί υπολογιστής
    → δείτε τη λέξη zero-day attack

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας attack
γ΄ ενικό ενεστώτα attacks
αόριστος attacked
παθητική μετοχή attacked
ενεργητική μετοχή attacking

attack (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ βία για να προσπαθήσω να πληγώσω ή να σκοτώσω κάποιον
    ⮡  Our dog attacked the mailman.
    Το σκυλί μας επιτέθηκε στον ταχυδρόμο.
    ⮡  He attacked him with punches and kicks.
    Του επιτέθηκε με γροθιές και κλοτσιές.
    ⮡  He attacked her to rape her.
    Της επιτέθηκε για να τη βιάσει.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτίθεμαι, χρησιμοποιώ όπλα εναντίον ενός εχθρού σε έναν πόλεμο
    ⮡  He ordered us to attack.
    Διέταξε να επιτεθούμε.
    ⮡  Turkey attacked Cyprus and occupied its northern part.
    Η Τουρκία επιτέθηκε κατά της Κύπρου και κατέλαβε το βόρειο τμήμα της.
  3. (μεταβατικό) επιτίθεμαι, επικρίνω αυστηρά κάποιον ή κάτι
    ⮡  His wife attacked him because he was late.
    Του επιτέθηκε η γυναίκα του γιατί άργησε.
    ⮡  The opposition is personally attacking the prime minister.
    Η αντιπολίτευση επιτίθεται προσωπικά κατά του πρωθυπουργού.
  4. (αμετάβατο) επιτίθεμαι, για άθλημα που κάνω επίθεση με σκοπό τη νίκη
    ⮡  Our team is attacking but doesn’t manage to break the opponents’ defense.
    Η ομάδα μας επιτίθεται, δεν κατορθώνει όμως να κάμψει την άμυνα των αντιπάλων.
    ⮡  the attacking player - ο επιθετικός παίκτης
  5. (μεταβατικό) επιτίθεμαι, κάνω κάτι με κάτι με πολλή ενεργητικότητα
    ⮡  The guests attacked the buffet.
    Οι καλεσμένοι επιτέθηκαν στον μπουφέ.
  NODES