Ουσιαστικό

επεξεργασία

banter (en)

banter (en)

  1. (αμετάβατο) συμμετέχω σε ευχάριστη, αστεία συζήτηση
  2. (αμετάβατο) παίζω, κάνω κάτι ευχάριστο
  3. (μεταβατικό) πειράζω κάποιον ελαφρά
  NODES
Done 1