bird
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bird | birds |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbird (en)
- το πουλί
- ⮡ The birds were chirping up in the trees.
- Τα πουλιά κελαηδούσαν πάνω στα δέντρα.
- ⮡ We left the cage open and the bird got out.
- Αφήσαμε ανοιχτό το κλουβί και έφυγε το πουλί.
- ⮡ The birds were chirping up in the trees.