ενικός         πληθυντικός  
bosse bosses

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bosse (fr) θηλυκό

  1. το εξόγκωμα
  2. η καμπούρα

Παράγωγα

επεξεργασία
  NODES
Done 1