Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
botte bottes

botte (fr) θηλυκό

  1. (υπόδηση) η μπότα
  2. το μάτσο
  NODES
Done 1