Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
butt
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Σύνθετα
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
butt
butts
Ουσιαστικό
επεξεργασία
butt
(en)
(
αμερικανικά αγγλικά
,
ανεπίσημο
) ο
πάτος
⮡
a person’s
butt
- ο
πάτος
ενός ανθρώπου
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
buttock
Σύνθετα
επεξεργασία
buttface
butthead
butt-ugly
Πηγές
επεξεργασία
butt (noun)
-
Oxford Learner's Dictionaries
butt (verb)
-
Oxford Learner's Dictionaries