ενικός         πληθυντικός  
cheer cheers

cheer (en)

  • η επευφημία, η ζητωκραυγή
    ⮡  a mixed reception with cheers and boos - ανάμικτη υποδοχή με επευφημίες και αποδοκιμασίες
    ⮡  They were expressing their joy with cheers.
    Εξέφραζαν τη χαρά τους με ζητωκραυγές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη applause
ενεστώτας cheer
γ΄ ενικό ενεστώτα cheers
αόριστος cheered
παθητική μετοχή cheered
ενεργητική μετοχή cheering

cheer (en)

Παράγωγα

επεξεργασία
  NODES