cheer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cheer | cheers |
cheer (en)
- η επευφημία, η ζητωκραυγή
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cheer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cheers |
αόριστος | cheered |
παθητική μετοχή | cheered |
ενεργητική μετοχή | cheering |
cheer (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επευφημώ