Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /klu/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clou clous

clou (fr) αρσενικό

  1. το καρφί, η πρόκα (λαϊκό)
  2. το κλου


Συγγενικά

επεξεργασία
  NODES