confusing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | confusing |
συγκριτικός | more confusing |
υπερθετικός | most confusing |
confusing (en)
- μπερδευτικός, μπερδεμένος, που είναι δύσκολο να κατανοηθεί· δεν είναι σαφές
- ⮡ a confusing story - μπερδευτική ιστορία
- ⮡ It’s all so confusing!
- Είναι όλα τόσο μπερδεμένα!
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαconfusing (en)