ενικός         πληθυντικός  
coulisse coulisses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

coulisse (fr) θηλυκό

  1. o μηχανισμός που επιτρέπει το σύρσιμο ενός κινητού εξαρτήματος
  2. το ίδιο το εξάρτημα που σύρεται
  3. τo εξάρτημα που επιτρέπει την αναστροφή του ατμού μιας μηχανής
  4. το στρίφωμα ενός ενδύματος ή ένα ύφασμα μέσα στο οποίο μπορεί να περαστεί ένας σπάγγος ή ένα κουρτινόξυλο
  5. (θέατρο) το μέρος του θεάτρου πίσω από και δίπλα στη σκηνή, αθέατο στους θεατές, στο οποίο περιμένουν οι ηθοποιοί μέχρι να εμφανιστούν μπροστά από το κοινό, το παρασκήνιο

Συγγενικά

επεξεργασία
  NODES