custom
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcustom (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- (και custom-made) κατά παραγγελία, ειδικού σχεδιασμού ανά πελάτη, προσαρμοσμένων χαρακτηριστικών κατασκευής
- ⮡ I had the suit made custom.
- Φτιάχνω το κοστούμι παραγγελία.
- ⮡ I had the suit made custom.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
custom | customs |
custom (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παράδοση, το έθιμο
- ⮡ It is a custom in our family to…
- Είναι παράδοση στην οικογένειά μας να…
- ⮡ according to custom - όπως είναι το έθιμο
- → δείτε τη λέξη tradition
- ⮡ It is a custom in our family to…
- → και δείτε τη λέξη customs