danko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | danko | dankoj |
αιτιατική | dankon | dankojn |
danko (eo)
- το ευχαρίστημα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | danko | dankoj |
αιτιατική | dankon | dankojn |
danko (eo)