day
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
day | days |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαday (en)
- (μετρήσιμο) η μέρα, η ημέρα, χρονικό διάστημα 24 ωρών
- ⮡ on Christmas/Easter Day - την μέρα των Χριστουγέννων/του Πάσχα
- ⮡ A year has 365 days.
- Ένας χρόνος έχει 365 ημέρες.
- ⮡ On what day does Christmas fall?
- Tι μέρα πέφτουν τα Xριστούγεννα;
- ⮡ wet/rainy day - βροχερή μέρα
- ⮡ What day is it (today)?
- Τι μέρα έχουμε σήμερα;/Τι μέρα είναι σήμερα;
- ⮡ the day before/the previous day - την προηγούμενη μέρα
- ⮡ the next/following day - την επόμενη μέρα
- ⮡ every other day - μέρα παρά μέρα
- ⮡ He left half his work for the next day.
- Άφησέ τη μισή δουλειά του για την επομένη.
- ⮡ Delivery of the goods happened on the same day.
- Η παράδοση των εμπορευμάτων έγινε αυθημερόν.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μέρα, η ημέρα, χρονικό διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου
- ⮡ during the day - την ημέρα
- ⮡ the longest day of the year - η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου
- ⮡ What a long day!
- Τι κουραστική μέρα!
- ⮡ Come while it’s still the day, before it gets dark.
- Να έρθεις όσο είναι ακόμα μέρα, προτού σκοτεινιάσει.
- ⮡ We were sailing for three days and nights straight.
- Αρμενίζαμε τρία μερόνυχτα συνέχεια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη daytime
- (μετρήσιμο) η μέρα, η ημέρα, το τμήμα της ημέρας που αντιστοιχεί σε καθορισμένες ώρες εργασίας
- ⮡ How many days do you get off?
- Πόσες μέρες άδεια δικαιούσαι;
- ⮡ I was away from the office for three days.
- Έλειψα τρεις μέρες από το γραφείο.
- ⮡ He works five days a week.
- Εργάζεται πέντε μέρες τη βδομάδα.
- ⮡ He makes ten thousand drachma per day.
- Παίρνει δέκα χιλιάδες δραχμές την μέρα.
- ⮡ How many days do you get off?
- (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό) η εποχή, τα χρόνια, μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή ιστορία
- ⮡ in those days - εκείνη την εποχή
- ⮡ these days - στην εποχή μας
- ⮡ The days of colonialism have passed.
- Η εποχή της αποικιοκρατίας πέρασε.
- ⮡ in the old days - τα παλιά τα χρόνια
- ⮡ Things were different back in my day.
- Τα πράγματα ήταν αλλιώτικα στα χρόνια μου.
- (μόνο στον πληθυντικό) η εποχή, οι μέρες, μια συγκεκριμένη περίοδο στη ζωή ή την καριέρα κάποιου
- ⮡ in the good old days - την παλιά καλή εποχή
- ⮡ In our days, such things didn’t happen.
- Στις μέρες μας δε γίνονταν τέτοια πράγματα.
- ⮡ Happy days will come too.
- Θα έρθουν και ευτυχισμένες μέρες.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- day - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 333, 363, 976. ISBN 9780194325684., λήμμα: εποχή, (η)μέρα, χρόνια