dentiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dentiste | dentistes |
dentiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η οδοντίατρος, ο/η οδοντογιατρός
ενικός | πληθυντικός |
dentiste | dentistes |
dentiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό