ενικός         πληθυντικός  
dialogue dialogues

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dialogue (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. ο διάλογος, η συζήτηση
    ⮡  The interpreter is interpreting the dialogue between the two leaders.
    Ο διερμηνέας διερμηνεύει τον διάλογο μεταξύ των δύο ηγετών.
  2. ο διάλογος σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
  3. ο διάλογος, λογοτεχνικό είδος

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dialogue dialogues

dialogue (fr) αρσενικό

  NODES