παραθετικά
θετικός directly
συγκριτικός more directly
υπερθετικός most directly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
directly < direct + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

directly (en)

  1. κατευθείαν, κατ' ευθείαν, απευθείας, ίσια, χωρίς να σταματήσει ή να αλλάξει κατεύθυνση
    ⮡  He came directly to Paris.
    Ήρθε κατευθείαν στο Παρίσι.
    ⮡  The train goes there directly.
    Το τρένο πάει εκεί κατ' ευθείαν.
    ⮡  He went directly to New York without going through Paris.
    Πήγε απευθείας στη Νέα Υόρκη χωρίς να περάσει από το Παρίσι.
    ⮡  He came directly to my office.
    Ήρθε ίσια στο γραφείο μου.
     συνώνυμα:  direct και straight
  2. άμεσα, απευθείας, ευθέως, χωρίς κανέναν και τίποτα ενδιάμεσα
    ⮡  Elections directly express the people’s will.
    Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή βούληση.
    ⮡  Man recognizes the environment directly with the senses and indirectly with the mind.
    Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον άμεσα με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου.
    ⮡  The room directly connects to the courtyard.
    Το δωμάτιο επικοινωνεί άμεσα με την αυλή.
    ⮡  The book was translated directly from Spanish.
    Το βιβλίο μεταφράστηκε απευθείας από τα ισπανικά.
    ⮡  He directly intervened.
    Επενέβη ευθέως.
     συνώνυμα: direct
  3. κατευθείαν, ίσια, ακριβώς σε μια συγκεκριμένη θέση
    ⮡  He was looking directly ahead.
    Κοιτούσε κατευθείαν μπροστά του.
    ⮡  He was looking directly at us.
    Κοίταζε ίσια προς εμάς.
     συνώνυμα:  right και straight
  4. αμέσως
    ⮡  She left directly after the show.
    Έφυγε αμέσως μετά την παράσταση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
  5. ευθέως, ειλικρινά
    ⮡  She speaks directly.
    Μιλάει ευθέως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη honestly

Αντώνυμα

επεξεργασία
  NODES
Done 1