directly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | directly |
συγκριτικός | more directly |
υπερθετικός | most directly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαdirectly (en)
- κατευθείαν, κατ' ευθείαν, απευθείας, ίσια, χωρίς να σταματήσει ή να αλλάξει κατεύθυνση
- ⮡ He came directly to Paris.
- Ήρθε κατευθείαν στο Παρίσι.
- ⮡ The train goes there directly.
- Το τρένο πάει εκεί κατ' ευθείαν.
- ⮡ He went directly to New York without going through Paris.
- Πήγε απευθείας στη Νέα Υόρκη χωρίς να περάσει από το Παρίσι.
- ⮡ He came directly to my office.
- Ήρθε ίσια στο γραφείο μου.
- ≈ συνώνυμα: direct και straight
- ⮡ He came directly to Paris.
- άμεσα, απευθείας, ευθέως, χωρίς κανέναν και τίποτα ενδιάμεσα
- ⮡ Elections directly express the people’s will.
- Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή βούληση.
- ⮡ Man recognizes the environment directly with the senses and indirectly with the mind.
- Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον άμεσα με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου.
- ⮡ The room directly connects to the courtyard.
- Το δωμάτιο επικοινωνεί άμεσα με την αυλή.
- ⮡ The book was translated directly from Spanish.
- Το βιβλίο μεταφράστηκε απευθείας από τα ισπανικά.
- ⮡ He directly intervened.
- Επενέβη ευθέως.
- ≈ συνώνυμα: direct
- ⮡ Elections directly express the people’s will.
- κατευθείαν, ίσια, ακριβώς σε μια συγκεκριμένη θέση
- αμέσως
- ⮡ She left directly after the show.
- Έφυγε αμέσως μετά την παράσταση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
- ⮡ She left directly after the show.
- ευθέως, ειλικρινά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- directly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 388, 437. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίσια, κατευθείαν