Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
discount discounts

discount (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η έκπτωση
    ⮡  The dress has a twenty percent discount.
    Το φόρεμα έχει έκπτωση είκοσι τοις εκατό.
    ⮡  We’re giving a 10% discount for payments in cash.
    Δίνουμε έκπτωση 10% για πληρωμές τοις μετρητοίς.
ενεστώτας discount
γ΄ ενικό ενεστώτα discounts
αόριστος discounted
παθητική μετοχή discounted
ενεργητική μετοχή discounting

discount (en)

  1. κάνω έκπτωση, πουλάω με έκπτωση, μειώνω τις τιμές
    ⮡  She discounted the print.
    Έκανε έκπτωση την τιμή.
  2. (επίσημο) υποτιμώ, αποδίδω σε κάτι μικρή σημασία
  NODES
Done 1