Βησιγότθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒησιγότθος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) μέλος του ομώνυμου γερμανικού φύλου που προήλθε από τη διάσπαση των Γότθων σε «Δυτικούς Γότθους» (Βησιγότθους) και «Ανατολικούς Γότθους» (Οστρογότθους)