Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪnˈmɛʃ/
ΔΦΑ : /ɛnmɛʃ/

enmesh (en)

  1. μπλέκομαι φυσικά ή διανοητικά, τα μπλέκω, περδικλώνομαι, μπερδεύω, μπερδεύομαι
  2. αναμιγνύω
  3. (μεταφορικά) βαθιά ριζωμένος (enmeshed)
  NODES