epoko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epoko | epokoj |
αιτιατική | epokon | epokojn |
epoko (eo)
- en la nuna epoko, στη σημερινή εποχή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | epoko | epokoj |
αιτιατική | epokon | epokojn |
epoko (eo)