ενικός         πληθυντικός  
evening evenings

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

evening (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το βράδυ, η βραδιά, η εσπέρα, βραδινός, το μέρος της ημέρας μεταξύ του απογεύματος και της ώρας που πάμε για ύπνο
    ⮡  in the early evening - νωρίς το βράδυ
    ⮡  It was the highlight of our evening.
    Ήταν το αποκορύφωμα της βραδιάς μας.
    ⮡  I’m taking evening classes.
    Κάνω βραδινά μαθήματα.
    ⮡  It became evening on the way.
    Βραδιάστηκα στο δρόμο.
    ⮡  It turned to evening and the streetlights came on.
    Βράδιασε και άναψαν τα φώτα στους δρόμους.
  NODES