fajfilo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fajfilo | fajfiloj |
αιτιατική | fajfilon | fajfilojn |
fajfilo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fajfilo | fajfiloj |
αιτιατική | fajfilon | fajfilojn |
fajfilo (eo)