false
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | false |
συγκριτικός | falser |
υπερθετικός | falsest |
Επίθετο
επεξεργασίαfalse (en)
- ψεύτικος, ψευδής, αναληθής, πλαστός, λανθασμένος· δεν είναι σωστό ή αληθινό
- ⮡ false information/news - ψεύτικες πληροφορίες/ειδήσεις
- ⮡ The opposing party tried to smear the candidate with false accusations.
- Η αντίπαλη παράταξη προσπάθησε να δυσφημήσει τον υποψήφιο με ψευδείς κατηγορίες.
- ⮡ a false rumor - αναληθής φήμη
- ⮡ a false narrative - πλαστή αφήγηση
- ≈ συνώνυμα: fictitious, erroneous, incorrect, spurious, untruthful, untrue και wrong
- ψεύτικος, τεχνητός, όχι φυσικός
- ⮡ false teeth - ψεύτικα δόντια
- ⮡ false eyelashes - τεχνητές βλεφαρίδες
- ≈ συνώνυμα: artificial, → και δείτε τη λέξη fake
- ψεύτικος, πλαστός, που είναι κατασκευασμένος με απομίμηση ή παραποίηση του γνήσιου, με σκοπό την εξαπάτηση
- ⮡ a false document/passport - ψεύτικο έγγραφο/διαβατήριο
- ⮡ false banknotes - πλαστά χαρτονομίσματα
- ≈ συνώνυμα: counterfeit, → και δείτε τη λέξη fake
- ψευδής, λαθεμένος, ψεύτικος, που δεν είναι ακριβές γιατί έχει γίνει λάθος
- ⮡ a false impression - ψευδής εντύπωση
- ⮡ a false perception - λαθεμένη αντίληψη
- ⮡ a false alarm - ψεύτικος συναγερμός
- ψεύτικος, ψευδής, για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που δεν είναι αληθινή ή ειλικρινής
- ⮡ a false smile - ψεύτικο χαμόγελο
- ⮡ false enthusiasm - ψευδής ενθουσιασμός
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disingenuous