Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fence fences

fence (en)

  • ο φράχτης
    ⮡  A wooden fence surrounds the garden.
    Ένας ξύλινος φράχτης περιβάλλει τον κήπο.

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας fence
γ΄ ενικό ενεστώτα fences
αόριστος fenced
παθητική μετοχή fenced
ενεργητική μετοχή fencing

fence (en)

  1. (μεταβατικό) φράζω, περικλείω, κλείνω μέσα σε φράχτη
    ⮡  He fenced the field with barbed wire.
    Έφραξε/Περιέκλεισε το χωράφι με αγκαθωτό σύρμα.
  2. (αμετάβατο, αθλητισμός) ξιφομαχώ, κάνω ξιφασκία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
  NODES