fillet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fillet | fillets |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfillet (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το φιλέτο, κρέας που δεν έχει κόκκαλο
- ⮡ tuna fillet in water - τόνος φιλέτο σε νερό
ενικός | πληθυντικός |
fillet | fillets |
fillet (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)