Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɪkst/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός fixed
συγκριτικός more fixed
υπερθετικός most fixed

fixed (en)

  1. ορισμένος, σταθερός, ακίνητος, τακτός, πάγιος, μόνιμος, που μένει ίδιο, που δεν αλλάζει ή δεν μπορεί να αλλάξει
    ⮡  fixed prices - ορισμένες τιμές
    ⮡  on the fixed day for the wedding - την ορισμένη ημέρα για το γάμο
    ⮡  The car is moving at a fixed speed.
    Το αυτοκίνητο κινείται με σταθερή ταχύτητα.
    ⮡  a fixed part - ακίνητο εξάρτημα
    ⮡  The notes are paid at fixed intervals.
    Τα γραμμάτια πληρώνονται σε τακτά διαστήματα.
    ⮡  fixed assets/fixed costs - πάγια κεφάλαια/μόνιμα έξοδα
  2. έμμονος, σταθερός, για ιδέες και επιθυμίες που πιστεύονται πολύ έντονα και δεν αλλάζουν εύκολα
    ⮡  a fixed point of view - εμμονή άποψη
    ⮡  He has fixed principles.
    Έχει σταθερές αρχές.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
  NODES
Note 1