fixed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fixed |
συγκριτικός | more fixed |
υπερθετικός | most fixed |
fixed (en)
- ορισμένος, σταθερός, ακίνητος, τακτός, πάγιος, μόνιμος, που μένει ίδιο, που δεν αλλάζει ή δεν μπορεί να αλλάξει
- ⮡ fixed prices - ορισμένες τιμές
- ⮡ on the fixed day for the wedding - την ορισμένη ημέρα για το γάμο
- ⮡ The car is moving at a fixed speed.
- Το αυτοκίνητο κινείται με σταθερή ταχύτητα.
- ⮡ a fixed part - ακίνητο εξάρτημα
- ⮡ The notes are paid at fixed intervals.
- Τα γραμμάτια πληρώνονται σε τακτά διαστήματα.
- ⮡ fixed assets/fixed costs - πάγια κεφάλαια/μόνιμα έξοδα
- έμμονος, σταθερός, για ιδέες και επιθυμίες που πιστεύονται πολύ έντονα και δεν αλλάζουν εύκολα
- ⮡ a fixed point of view - εμμονή άποψη
- ⮡ He has fixed principles.
- Έχει σταθερές αρχές.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- fixed - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 632-633. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορισμένος