Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. fonte < δημώδης λατινική fundita
  2. fonte < αγγλική font

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fonte fontes

fonte (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fonte (fr) θηλυκό

  1. γραμματοσειρά
     συνώνυμα: police, police de caractères

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fonte (ia)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fonte (it)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fonte (pt)

  NODES