fragile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fragile |
συγκριτικός | fragiler / more fragile |
υπερθετικός | fragilest / most fragile |
Επίθετο
επεξεργασίαfragile (en)
- εύθραυστος, ευαίσθητος, που χαλάσει ή σπάσει εύκολα
- ευπαθής, ευαίσθητος, εύθραυστος, που είναι αδύναμο και αβέβαιο· που είναι εύκολο να βλάψει
- ⮡ The foreign trade sector is fragile.
- Ο τομέας του εξωτερικού εμπορίου είναι ευπαθής.
- ⮡ The outbreak of war is possible in the fragile Balkans area.
- Είναι πιθανή η έκρηξη πολέμου στον ευαίσθητο χώρο των Βαλκανίων.
- ⮡ a fragile balance - εύθραυστη ισορροπία
- ⮡ The foreign trade sector is fragile.
- ευπαθής, εύθραυστος, που δεν είναι δυνατός και πιθανόν να αρρωστήσει
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fragile | fragiles |
fragile (fr) αρσενικό ή θηλυκό